ΧΡΙΣΤΟΣ To σπίτι της Μαρίας της Μαγδαληνής. Η Μαρία γνέθει στο φως του λυχναριού. Είναι σκεφτική. Μέσα σε ένα ανθοδοχείο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Βήματα στην αυλή. Η Μαρία κοιτάζει προς την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει ΚΑΙ μπαίνει ο Χριστός. Ξαναμμένος, τα μάτια του λάμπουν. Κάθεται σ' ένα σκαμνί ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. ΧΡΙΣΤΟΣ Δώσε μου λίγο γερό...ήτανε μια δύσκολη μέρα...
(Η Μαρία του φέρνει ένα κύπελλο με νερό. Εκείνος πίνει. Σηκώνεται. Δίνει το κύπελλο στη Μαρία. Βλέπει για λίγο έξω από το παράθυρο στο σκοτάδι. Η Μαρία στέκει όρθια κρατώντας το κύπελλο στα χέρια της ενώ ο Χριστός μιλάει)
Ήρθαν να με πιάσουν. Τους ξέφυγα. Ήμουνα στο δάσος με τις ελιές-ξέρεις... Απόψε τα φύλλα της ελιάς μοιάζανε λόγχες. Ένα δροσερό αγεράκι ρίπιζε την ψυχή. Τ' αστέρια είχαν πυκνώσει στον ουρανό κι εκείνος έμοιαζε στην ποδιά σου, εκείνην που σου χάρισα πέρσι το Πάσχα-αλήθεια, καιρό έχω να σε δω να τη φοράς. Ήταν όλα ήσυχα. Τίποτα δεν ακούγονταν. Ξάφνω κάτι έλιωσε κάτω από τα πόδια μου βγάζοντας μια μικρή ξέψυχη κραυγή. Πάλι μπορεί να μην ήτανε και κραυγή, μπορεί κάποιο κλαδί να 'σπασε. Τρόμαξα. Ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί. Δεν τους ξύπνησα-τι να τους έκανα.-η απόφαση ήτανε δική μου. Και κείνη η ελιά η τρίκορμη, θυμάσαι; μια οικογένεια ξύλινη: άντρας, γυναίκα, παιδί. Και το φεγγάρι στον ουρανό σαν αρραβωνιαστικός της γης, ζητώντας κάθε βράδυ τη συντροφιά της. Και ακόμα εκείνη η μικρή κραυγή να τρυπάει τ' αυτιά μου... Δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου ήρθε μια κότα που είχαμε όταν ήμουνα μικρός. Δεν είχε καθόλου πούπουλα στο λαιμό της και αυτός έμοιαζε με κόκκινο σκουλήκι που άρχιζε από ένα κορμί και τελείωνε σ' ένα κεφάλι. Κάθε βράδυ η μητέρα την έπιανε και κρατώντας την ακίνητη πάνω στον κόρφο της την έψαχνε για να δει αν θα γεννούσε την επόμενη μέρα. Κάθε φορά που η μητέρα την έψαχνε για αυγό, εκείνη έβγαζε μια μικρή κραυγή. Εκείνη την κραυγή μου θύμισε αυτός ο ήχος κάτω από τα πόδια μου. Ύστερα, όπως οι εικόνες έρχονται στο μυαλό σαν κρίκοι μιας αλυσίδας που παίζοντάς τηνε στο χέρι σταματάς κάθε τόσο και τήνε κοιτάζεις, έτσι ήρθε και η εικόνα του δείπνου, όταν τρώγαμε αυτή την κότα. Την έσφαξε ο πατέρας όταν δε γεννούσε πια. Διάλεξα να φάω το λαιμό της. Ήθελα να τον νιώσω να σπάζει ανάμεσα στα δόντια μου. Ήθελα να μπω μέσα στην ουσία του, να βρω την πηγή όλων εκείνων των κραυγών που είχαν σημαδέψει τόσες παιδικές βραδιές μου. Μέθυσα τη μέρα εκείνη. Δεν ξέρω αν ήτανε από το κρασί που για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα ήπια ή αν ήτανε από τη ζάλη που μου έφερε η σκέψη ότι έκανα δικόν μου, μαζί με το μυστικό που έκλεινε μέσα του, το λαιμό εκείνον Κάτω στον κάμπο, μακριά, φάνηκαν οι πυρσοί του ρωμαϊκού αποσπάσματος. Ήξερα πως θα 'ρχονταν. Ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ. Προχώρησα προς την πέτρα. Η ψύχρα του βραδιού με περόνιασε. Ο νους μου πέταξε στα χρόνια που μαθήτεψα κοντά στους δασκάλους. Χρόνια και χρόνια μελέτης ώσπου να 'ρθει ο καιρός να κατέβω και να διδάξω-γι αυτό μ' ετοιμάζανε... Ύστερα η γνωριμία μας. Στα Μάγδαλα. Στη λίμνη. Τα μάτια σου ήτανε μεγαλύτερά της. Θυμήθηκα την Αίγυπτο. Όλα τα θυμάμαι. Τον πηγαιμό μας εκεί με τη μητέρα και μένα πάνω σ' ένα γαϊδουράκι που ο πατέρας τραβούσε μ' ένα σκοινί. Περιστατικά από τη ζωή μας στην Αίγυπτο. Ο πατέρας λέει πως δεν είναι δυνατό να θυμάμαι τόσο μικρός που ήμουνα.
Όμως εγώ τα θυμάμαι όλα σα να τα βλέπω τώρα. Η Αίγυπτος! To καταφύγι της φυλής μας σε κάθε μας δυσκολία! Παιδί σαν ήμουν, έβλεπα κι άκουγα ανθρώπους να κουβεντιάζουνε με τον πατέρα. Όλοι είχαν κάπως να κάνουν με την Αίγυπτο. Άλλοι περαστικοί από κει, άλλοι πηγαιμένοι εκεί για να κρυφτούν, άλλοι έχοντας εκεί συγγενείς... Όταν δεν κινδυνεύαμε πια, ξαναγυρίσαμε στη Ναζαρέτ, Στο ξυλουργείο του πατέρα μπαινόβγαιναν άνθρωποι που θέλανε να διώξουνε τους ρωμαίους. "Να λευτερωθούμε!", μου 'λεγε ο πατέρας κοιτάζοντάς με με τα σοβαρά του μάτια. "Να μάθεις να πετάς γρήγορα το τόξο και το κοντάρι", μου 'λεγε. Να πολεμήσεις και συ για τη λευτεριά μας! Λευτεριά-αυτό είναι η σωτηρία του ανθρώπου-λευτεριά!" Πήγαινα μαζί του στο λιβάδι κάθε που πήγαινε να συναντήσει κάποιον. Καθόμασταν πολλές φορές και τρώγαμε κάτω από τα δέντρα, ανάμεσα σε χόρτα ευωδιαστά και λουλούδια πολύχρωμα. Μαζί του γνώρισα τον κόσμο. Μαζί του γνώρισα το χρέος μου: λευτεριά! Όταν ο πατέρας μιλούσε με τους άλλους δε μ' άφηνε να βρίσκομαι κοντά τους. Τότε έβγαινα από τη σκηνή και περιδιάβαζα στους γύρω λόφους. Κοίταζα τα δέντρα. Έπαιρνα να βλέπω με επιμονή ένα σημείο του κορμού τους. Το κοίταζα για ώρα, Σιγά σιγά εκείνο γινότανε μια πόρτα που από κείνην μπαίνοντας η ματιά μου μέσα στο δέντρο, το γνώριζε όλόκληρο από τις ρίζες ως τ' ακρόφυλλά του.
'Αλλες φορές από το μίσχο μιας πόας έμπαινα μέσα στη γη και αντάμωνα τις φλέβες του νερού και της φωτιάς της. To βράδυ που πιάσανε τον πατέρα εγώ κοιμόμουν στον διπλανό λόφο. Θυμάμαι τ' όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα. Βρέθηκα μέσα σ1 ένα σύννεφο. Και το σύννεφο λέει ήτανε ο θεός. Και δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω μέσα του. Και πάσκιζα να ξεφύγω. Έκανα δεξιά, τίποτα. Έκανα προς τ' αριστερά, τίποτα. Ό,τι και να έκανα βρισκόμουν πάντοτε μέσα στην καρδιά του σύννεφου. Και θα εχανόμoυνα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω για να γλιτώσω. Και όταν νόμιζα πως ανάπνεα για τελευταία φορά, είπα: "Σύννεφο δεν υπάρχει" Και τo σύννεφο διαλύθηκε αμέσως. Κοίταξα πίσω μου. Τα φώτα πλησίαζαν. Περπατώντας είχα φτάσει στην πέτρα, προσευχητήριό μου και ερωτική μας κλίνη. Με έβλεπε ακίνητη, αμίλητη, ανέκφραστη, απαθής, σίγουρη για όλα. Σε λίγο οι στρατιώτες θα ήταν εκεί. Ο Ιούδας θα τους οδηγούσε και θα μ' έπιαναν. Και ο θάνατος με περίμενε ύστερα. Χωρίς αμφιβολία. Έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου πάνω στο σταυρό. Να προσευχηθώ! Να προσευχηθώ και να ζητήσω από το θεό να διώξει τους στρατιώτες. Να μη με πιάσουν! Να μη με σταυρώσουν! Να μην πεθάνω!.. Κάποιο πουλί ξεπετάχτηκε αλαφιασμένο και χύμηξε μες από ένα φύλλωμα έξω. To τρόμαξα εγώ ή είχε δει κάποιον εφιάλτη; Χτύπησε πάνω
στον κορμό της διπλανής ελιάς-έπεσε. Πλήρωσε για την αμυαλιά του να πετάξει τη νύχτα. Κι εγώ, είπα, ένα τέτοιο ανόητο πουλί είμαι που ποιος ξέρει τι βήματα ακούει κι αλαφιάζεται και πετάει μέσα στη νύχτα. Και θα πληρώσω γιατί χαλάω την τάξη του κόσμου. Άφηνα τους στρατιώτες να πλησιάζουν. Ήμουν ακόμα αναποφάσιστος: έπρεπε να μείνω και να πιαστώ ή να φύγω για να γλιτώσω; Μια φωνή μέσα μου έλεγε: "μείνε!" και μιαν άλλη μου 'λεγε: «φύγε!» Η δεύτερη ήταν η δική σου. Α! Η ιδέα από το φως όταν έμπαινε από τον ανοιχτό φεγγίτη της πόρτας, στο σπιτι, στη Ναζαρέτ, πριν ακόμα ο ήλιος φορέσει το λαμπρό του πρόσωπο! Ένα φως ερυθρό βάζοντας φωτιά παντού…και κάπου εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα υπήρχες εσύ! Και το ίδιο εκείνο φως πίνοντας μεγάλωνες... Πάλι χύμηξαν οι σκέψεις, γοργές τώρα όπως ένα βέλος προς το στόχο του. Δεκαοχτώ χρόνια, τρεις μήνες και οχτώ μέρες έμεινα στο βουνό. Κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος έβγαινα από την καλύβα μου. Ήθελα να τον αντικρύσω πρώτος εγώ απ' όλους. Γιατί το ένιωθα ότι ο ήλιος είναι ο πατέρας μας ο αγαθός που όλα μας δίνει. Και κάθε μέρα μάζευα όσες ακτίνες του μπορούσα για να γίνω κάποτε κι εγώ ένας μικρός ήλιος. Και όταν θάρρεψα πως τα κατάφερα θέλησα να φωτίσω κι εγώ τον κόσμο. Και κατέβηκα' και άρχισα να λέω, να κηρύττω.
Έλεγα...έλεγα...ξόδευα το φως μου...σπαταλούσα τις αχτίδες μου... Και, ο μωρός εγώ, έλεγα: αγάπη. Και πώς εκείνος που κρυώνει θ' αγαπήσει κάποιον που του παίρνει τη ζεστασιά; Πώς θ' αγαπήσει εκείνος που πεινάει αυτόν που του κρατεί το ψωμί; Πώς θ' αγαπήσει εκείνος που θέλει γυναίκα εκείνον που του την παίρνει; Αγάπη!.. Ήρθα στον κόσμο του μίσους για να μιλήσω γι αγάπη...Είμαι λοιπόν ένας ανόητος. Κι έλεγα: "στον ουρανό θα βρείτε όλα όσα δεν έχετε πάνω στη γη' και θα δείτε εκεί όσους εδώ τα είχαν όλα, να υποφέρουν". Ο άθλιος εγώ! Μου ’λεγαν: Εμείς εδώ πεινάμε. Δεν πεινάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ διψάμε. Δε διψάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ πονάμε, κρυώνουμε, θέλουμε γυναίκα, ματώνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Δώσε μας φαγητό, γυναίκα, ζεστασιά κι ύστερα ξέρουμε εμείς ν' αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Μπορείς;-δώσε μας τώρα με έργα τα αγαθά που με λόγια μας υπόσχεσαι για όταν θα πεθάνουμε. Εμείς ξέρουμε να υποσχόμαστε περισσότερα και καλλιτερα. Εμπρός, δώσε μας, αλλιώς είσαι ένας τσαρλατάνος. Αυτή είναι η ζωή μας". Τους άφηνα να λένε-μα δεν τους ένιωθα. Όταν οι άνθρωποι είδανε πως τους εγκατέλειψα χρησιμοποίησα όλα τα μαγικά που έμαθα στη διάρκεια της μαθητείας μου.
Μάταιος κόπος.
Δυο χρόνια περίμεναν να κάνω κάτι για να τους βοηθήσω. Μετά έχασαν την υπομονή τους. Έφυγαν όλοι, Δώδεκα μου έμειναν-έντεκα-ο ένας είναι ο Ιούδας. Κι αυτοί οι έντεκα όταν είδανε πως πλησιάζει ο θάνατός μου, τσακώνονται ποιος θα πάρει τη θέση μου όταν εγώ θα λείψω. Ακούμπησα στην πέτρα. Για μια στιγμή αιστάνθηκα σίγουρος για τον εαυτό μου όπως όταν αγγίζω το κορμί σου. Παραλογίστηκα' θάρρεψα πως ήσουνα εκεί. Κοίταξα στα ριζά της. έκανα το γύρο της για να σε βρω και όταν δε σε βρήκα ξανάπεσα σ το φόβο και στη μοναξιά μου. Έπεσα πάνω στην πέτρα μας άπελπος. Και τότε την άκουσα να μου μιλάει. Και ήτανε η φωνή της η φωνή σου: «Ώς πότε θα σε ανέχομαι ψευτοφιλόσοφε; Ως πότε αγύρτη θα σε ψυχώνω; Ύπαρξη κι ενώ αυτού του κόσμου, για τον κόσμο ετούτον γνιάζομαι. 'Ο,τι πονάει στη γη επάνω, πόνος δικός μου γίνεται ο πόνος του, Όταν ένας άνθρωπος πεινάει πάνω στη γη, ένα στομάχι γίνομαι ολόκληρη που σπαράζει αδειανό. Κι όταν κανένας μουγκανιέται ολομόναχος στο στρώμα του επάνω, φτερά λαχταράω να φυτρώσω και να γίνω γυναίκα να τόνε συντροφέψω. Ετούτος ο κόσμος μας είναι ο κόσμος ο μοναδικός. Αυτή η ζωή είναι η μόνη ανεμοπαρμένε. Κράτα για τον εαυτό σου τα παχιά σου ανόητα λόγια και σπείρε όχι υποσχέσεις αλλά σπόρους σταριού για να ταίσεις τους πεινασμένους. Σύμμαχους προστάτες και βοηθούς τους έχουνε τον πλούτο τους οι πλούσιοι' δε θέλουνε και σένα. Κι όσοι σε βάλανε τέτοια να κάνεις και να λες, εχθροί ΚΙ εκείνοι των φτωχών. Μπροστάρης τους γίνε και οδήγα τους στο ξεπάστρεμα του πλούτου. Μπορείς; Κάποτε, που ποιος ξέρει τι κρύο σε είχε κόψει, είπες εκείνος που έχει δύο πανωφόρια να δώσει το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα. Το μόνο που εβγήκε από το στόμα σου σωστό. Μα και μ' αυτό τι έγινέ; Ποιος έδωσε το δεύτερο πανωφόρι του; To είδες και συ-κανείς. Ήτανε κι αυτό μια πονηρία σου για να μαζέψεις πιο πολλούς. Και να τους κάνεις τι; Για να τους κάνεις να σκύβουνε το κεφάλι τους στον δυνατό. Πήρες το πανωφόρι από κείνονε που το 'χει διπλό και το 'δωσες σε κείνονε που δεν έχει; Όχι! Μοίρασες δίκια τ' αγαθά στον κόσμο; Λευτέρωσες τους δούλους; Όχι! Όχι! Όχι! Πήγαινε χάσου λοιπόν. Μη μ' αγγίζεις και λερώνομαι. Αρκετά σ' ανέχτηκα. Φύγε!" Και τότε είναι που ξάφνω άστραψε μέσα μου το αληθινό φως και είδα. Είδα τη ζωή μου Μια ζωή χαμένη άσκοπα σε λόγια μάταια και ψεύτικα. Και την ίδια ώρα έγινε μέσα μου μια πάλη πρωτόγνωρη. Μια πάλη που άφησε πίσω της όχι νεκρούς και τραυματίες μα στάχτες και συντρίμμια. Στάχτες και συντρίμμια έγινε η ζωή που μέχρι τότε είχα ζήσει. Και νίκησε στη μάχη αυτήν όχι οι σοφοί δασκάλοι μου με τα λόγια τους, αλλά η πέτρα και ο λαός με τα δικά τους. Ο λαός είναι που έμαθε εμένα πώς να ζω και όχι εγώ εκείνον. Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου βλέποντάς τον να στέκεται καταμεσίς ενός πεινασμένου πλήθους και να το λοιδορεί βραβεύοντας την πείνα του, ενώ εκείνοι είχαν το στόμα τους ανοιχτό όχι γιατί τους είχε καταπλήξει η σοφία μου αλλά γιατί περίμεναν να τους ταγίσω. Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου θεραπεύοντας έναν τυφλό, ενώ είχα ν' ανοίξω σε μυριάδες πρόσωπα τα μάτια για να δούνε την αλήθεια. Αηδία για τον εαυτό μου ένιωσα μπαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να με υμνούν οι άνθρωποι κρατώντας βάγια και να μη με καρτερούν κραδαίνοντας λόγχες και κοντάρια για να τους οδηγήσω ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό Νιώθω γελοίος και αηδιάζω με τον εαυτό μου λέγοντας σε κείνους που τους έκλεβαν και που τους σκότωγαν, αυτοί να κάθονται να κλέβονται και να σκοτώνονται. Ντροπή και πόνος με κυρίεψε για τη χαμένη μου ζωή. Πήγα εκεί για να προσευχηθώ. Και τώρα; Όπως εγωιστής και παράλογος ήμουν ως τα τώρα, το ίδιο εγωιστής και πάράλογος δε θα ήμουν αν προσευχόμουν; Δε θα ήτανε παράλογο και κουτό από μένα να ζητήσω κάτι από το θεό λες και θα μπορούσα ν' αλλάξω εγώ τη βουλή του; Άραγε σε κείνη την ομιλία μου στο Όρος, πόσα πλήθη ανθρώπων να κατάστρεψα; Πόσον σπόρο κακίας και απανθρωπιάς δεν έσπειρα.-.πόσους δυνατούς δεν έκανα δυνατότερους... από πόσους δούλους δε στέρησα τον πόθο να αντιταχτούν Σηκώθηκα. Τώρα άκουγα κοντά μου τις φωνές των στρατιωτών. Κοίταξα το χέρι μου: άοπλο. Καλλίτερα έτσι. Αν είχα ένα μαχαίρι θα είχα πέσει απάνω τους έτσι που με είχε τώρα ψυχώσει η νέα μου απόφαση και θα 'χα χαθεί από το πλήθος των στρατιωτών καθώς δεν είχα βοηθό κανένανε μαζί μου.
Φέρε μου εκείνο ΤΟ μαχαίρι που σου είχε δώσει εκείνος ο Αμοραίος πληρωμή για μιας νύχτας χάδια σου. Είναι γερό και κοφτερό. Θα φύγω. Θα πάω στα βουνά όχι για να σπουδάσω λόγια μα για να κάμω έργα. Θα μαζέψω συντρόφους που θα τους οπλίσω όχι με κούφιες υποσχέσεις, με θολή πίστη και με ψεύτικη αγάπη, μα με αλήθειες που όλες τους θα καταλήγουν στην άκρη του μαχαιριού τους. Θα πάψω να δουλώνω το λαό-θα τον λευτερώσω. Όσους προλάβω. Όσους μπορέσω. Κι όχι μόνο τους ιουδαίους από τους ρωμαίους. Υπάρχουνε πολλοί δούλοι με πολλούς δυνάστες πάνω από το κεφάλι τους. Και υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα. Όσους προλάβουμε. Όσους μπορέσουμε. Και ύστερα θα 'ρθουν κι άλλοι σαν και μας. Που δε θα αναλωθούν σε ψεύτικες αλήθειες. Που θα καταλάβουν από την αρχή χωρίς χάσιμο χρόνου ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου και θα βοηθήσουνε να εκπληρωθεί. Και κάποτε θα πάψει ο άνθρωπος να υποφέρει.στη βία των αφεντάδων του... Α! Ο Βαρραβάς! Ο Βαρραβάς! Εκείνος διάλεξε το σωστό δρόμο! Κι αν θέλεις…σε παρακαλώ Μαρία-σού ζητάω ίσως πολλά, μα-όμως, σε παρακαλώ, έλα μαζί μου. Χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ όσα ως τώρα σού αράδιασα. Έλα μαζί μου. Κι όταν- θα με λυγίζει το βάρος των δυνατών το φιλί σου θα με δυναμώνει, Κι όταν ο φόβος με πεθαίνει, τα γόνατά σου ανοίγοντας θα μ’ ανασταίνεις. Έλα μαζί μου. Μαζί μπορούμε να κάνουμε πολλά. Χωρισμένοι τίποτα. Έλα μαζί μου.
(Η Μαρία έβαλε σε μια πετσέτα ψωμί και τυρί, τη δίπλωσε και κρατώντας την στο ένα της χέρι άπλωσε το άλλο στο Χριστό. Εκείνος το ταίριασε με το δικό του. και βγήκαν στη νύχτα και στον κόσμο.
1 σχόλιο:
ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ
To σπίτι της Μαρίας της Μαγδαληνής. Η Μαρία γνέθει στο φως του λυχναριού. Είναι σκεφτική. Μέσα σε ένα ανθοδοχείο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Βήματα στην αυλή. Η Μαρία κοιτάζει προς την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει ΚΑΙ μπαίνει ο Χριστός. Ξαναμμένος, τα μάτια του λάμπουν. Κάθεται σ' ένα σκαμνί ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο.
ΧΡΙΣΤΟΣ
Δώσε μου λίγο γερό...ήτανε μια δύσκολη μέρα...
(Η Μαρία του φέρνει ένα κύπελλο με νερό. Εκείνος
πίνει. Σηκώνεται. Δίνει το κύπελλο στη
Μαρία. Βλέπει για λίγο έξω από το παράθυρο στο
σκοτάδι. Η Μαρία στέκει όρθια κρατώντας το
κύπελλο στα χέρια της ενώ ο Χριστός μιλάει)
Ήρθαν να με πιάσουν.
Τους ξέφυγα.
Ήμουνα στο δάσος με τις ελιές-ξέρεις...
Απόψε τα φύλλα της ελιάς μοιάζανε λόγχες.
Ένα δροσερό αγεράκι ρίπιζε την
ψυχή.
Τ' αστέρια είχαν πυκνώσει στον ουρανό κι εκείνος
έμοιαζε στην ποδιά σου, εκείνην που σου χάρισα πέρσι το Πάσχα-αλήθεια, καιρό έχω να σε δω να τη
φοράς.
Ήταν όλα ήσυχα.
Τίποτα δεν ακούγονταν.
Ξάφνω κάτι έλιωσε κάτω από τα πόδια μου
βγάζοντας μια μικρή ξέψυχη κραυγή.
Πάλι μπορεί να μην ήτανε και κραυγή, μπορεί
κάποιο κλαδί να 'σπασε.
Τρόμαξα.
Ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί.
Δεν τους ξύπνησα-τι να τους έκανα.-η απόφαση
ήτανε δική μου.
Και κείνη η ελιά η τρίκορμη, θυμάσαι; μια
οικογένεια
ξύλινη: άντρας, γυναίκα, παιδί.
Και το φεγγάρι στον ουρανό σαν αρραβωνιαστικός
της γης, ζητώντας κάθε βράδυ τη συντροφιά της.
Και ακόμα εκείνη η μικρή κραυγή να τρυπάει
τ' αυτιά μου...
Δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου ήρθε μια κότα που
είχαμε όταν ήμουνα μικρός. Δεν είχε καθόλου
πούπουλα στο λαιμό της και αυτός έμοιαζε με
κόκκινο σκουλήκι που άρχιζε από ένα κορμί και
τελείωνε σ' ένα κεφάλι.
Κάθε βράδυ η μητέρα την έπιανε και κρατώντας
την ακίνητη πάνω στον κόρφο της την έψαχνε για
να δει αν θα γεννούσε την επόμενη μέρα.
Κάθε φορά που η μητέρα την έψαχνε για
αυγό, εκείνη έβγαζε μια μικρή κραυγή.
Εκείνη την κραυγή μου θύμισε αυτός ο ήχος κάτω
από τα πόδια μου.
Ύστερα, όπως οι εικόνες έρχονται στο μυαλό σαν
κρίκοι μιας αλυσίδας που παίζοντάς τηνε στο χέρι
σταματάς κάθε τόσο και τήνε κοιτάζεις, έτσι ήρθε
και η εικόνα του δείπνου, όταν τρώγαμε αυτή την
κότα.
Την έσφαξε ο πατέρας όταν δε γεννούσε πια.
Διάλεξα να φάω το λαιμό της.
Ήθελα να τον νιώσω να σπάζει ανάμεσα στα δόντια
μου.
Ήθελα να μπω μέσα στην ουσία του, να βρω την
πηγή όλων εκείνων των κραυγών που είχαν
σημαδέψει τόσες παιδικές βραδιές μου.
Μέθυσα τη μέρα εκείνη.
Δεν ξέρω αν ήτανε από το κρασί που για πρώτη
φορά εκείνη την ημέρα ήπια ή αν ήτανε από τη
ζάλη που μου έφερε η σκέψη ότι έκανα δικόν
μου, μαζί με το μυστικό που έκλεινε μέσα του, το
λαιμό εκείνον
Κάτω στον κάμπο, μακριά, φάνηκαν οι πυρσοί του
ρωμαϊκού αποσπάσματος.
Ήξερα πως θα 'ρχονταν.
Ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ.
Προχώρησα προς την πέτρα.
Η ψύχρα του βραδιού με περόνιασε.
Ο νους μου πέταξε στα χρόνια που μαθήτεψα
κοντά στους δασκάλους. Χρόνια και χρόνια
μελέτης ώσπου να 'ρθει ο καιρός να κατέβω και να
διδάξω-γι αυτό μ' ετοιμάζανε...
Ύστερα η γνωριμία μας. Στα Μάγδαλα. Στη λίμνη.
Τα μάτια σου ήτανε μεγαλύτερά της.
Θυμήθηκα την Αίγυπτο. Όλα τα θυμάμαι. Τον
πηγαιμό μας εκεί με τη μητέρα και μένα πάνω σ'
ένα γαϊδουράκι που ο πατέρας τραβούσε μ' ένα
σκοινί.
Περιστατικά από τη ζωή μας στην Αίγυπτο.
Ο πατέρας λέει πως δεν είναι δυνατό να θυμάμαι
τόσο μικρός που ήμουνα.
Όμως εγώ τα θυμάμαι όλα σα να τα βλέπω τώρα. Η Αίγυπτος! To καταφύγι της φυλής μας σε κάθε μας δυσκολία!
Παιδί σαν ήμουν, έβλεπα κι άκουγα ανθρώπους να κουβεντιάζουνε με τον πατέρα. Όλοι είχαν κάπως να κάνουν με την Αίγυπτο. Άλλοι περαστικοί από κει, άλλοι πηγαιμένοι εκεί για να κρυφτούν, άλλοι έχοντας εκεί συγγενείς...
Όταν δεν κινδυνεύαμε πια, ξαναγυρίσαμε στη
Ναζαρέτ,
Στο ξυλουργείο του πατέρα μπαινόβγαιναν
άνθρωποι που θέλανε να διώξουνε τους ρωμαίους.
"Να λευτερωθούμε!", μου 'λεγε ο πατέρας
κοιτάζοντάς με με τα σοβαρά του μάτια.
"Να μάθεις να πετάς γρήγορα το τόξο και το
κοντάρι", μου 'λεγε. Να πολεμήσεις και συ για τη
λευτεριά μας! Λευτεριά-αυτό είναι η σωτηρία του ανθρώπου-λευτεριά!"
Πήγαινα μαζί του στο λιβάδι κάθε που πήγαινε να
συναντήσει κάποιον.
Καθόμασταν πολλές φορές και τρώγαμε κάτω από
τα δέντρα, ανάμεσα σε χόρτα ευωδιαστά και
λουλούδια πολύχρωμα.
Μαζί του γνώρισα τον κόσμο. Μαζί του γνώρισα το
χρέος μου: λευτεριά!
Όταν ο πατέρας μιλούσε με τους άλλους δε μ'
άφηνε να βρίσκομαι κοντά τους.
Τότε έβγαινα από τη σκηνή και περιδιάβαζα στους
γύρω λόφους.
Κοίταζα τα δέντρα. Έπαιρνα να βλέπω με επιμονή
ένα σημείο του κορμού τους. Το κοίταζα για
ώρα, Σιγά σιγά εκείνο γινότανε μια πόρτα που από
κείνην μπαίνοντας η ματιά μου μέσα στο δέντρο, το
γνώριζε όλόκληρο από τις ρίζες ως τ' ακρόφυλλά του.
'Αλλες φορές από το μίσχο μιας πόας έμπαινα μέσα
στη γη και αντάμωνα τις φλέβες του νερού και της
φωτιάς της.
To βράδυ που πιάσανε τον πατέρα εγώ κοιμόμουν
στον διπλανό λόφο.
Θυμάμαι τ' όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα.
Βρέθηκα μέσα σ1 ένα σύννεφο. Και το σύννεφο λέει
ήτανε ο θεός. Και δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω μέσα του. Και πάσκιζα να ξεφύγω. Έκανα δεξιά, τίποτα. Έκανα προς τ' αριστερά, τίποτα. Ό,τι και να έκανα
βρισκόμουν πάντοτε μέσα στην καρδιά του
σύννεφου.
Και θα εχανόμoυνα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω
για να γλιτώσω. Και όταν νόμιζα πως ανάπνεα για
τελευταία φορά, είπα: "Σύννεφο δεν υπάρχει" Και τo σύννεφο διαλύθηκε αμέσως.
Κοίταξα πίσω μου. Τα φώτα πλησίαζαν. Περπατώντας είχα φτάσει στην πέτρα, προσευχητήριό μου και ερωτική μας κλίνη. Με έβλεπε ακίνητη, αμίλητη, ανέκφραστη, απαθής, σίγουρη για όλα. Σε λίγο οι στρατιώτες θα ήταν εκεί. Ο Ιούδας θα τους οδηγούσε και θα μ' έπιαναν. Και ο θάνατος με περίμενε ύστερα. Χωρίς αμφιβολία. Έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου πάνω στο σταυρό.
Να προσευχηθώ! Να προσευχηθώ και να ζητήσω από το θεό να διώξει τους στρατιώτες. Να μη με πιάσουν! Να μη με σταυρώσουν! Να μην πεθάνω!..
Κάποιο πουλί ξεπετάχτηκε αλαφιασμένο και χύμηξε μες από ένα φύλλωμα έξω. To τρόμαξα εγώ ή είχε δει κάποιον εφιάλτη; Χτύπησε πάνω
στον κορμό της διπλανής ελιάς-έπεσε. Πλήρωσε για την αμυαλιά του να πετάξει τη νύχτα. Κι εγώ, είπα, ένα τέτοιο ανόητο πουλί είμαι που ποιος ξέρει τι βήματα ακούει κι αλαφιάζεται και πετάει μέσα στη νύχτα. Και θα πληρώσω γιατί χαλάω την τάξη του κόσμου.
Άφηνα τους στρατιώτες να πλησιάζουν. Ήμουν ακόμα αναποφάσιστος: έπρεπε να μείνω και να πιαστώ ή να φύγω για να γλιτώσω; Μια φωνή μέσα μου έλεγε: "μείνε!" και μιαν άλλη μου 'λεγε: «φύγε!» Η δεύτερη ήταν η δική σου. Α! Η ιδέα από το φως όταν έμπαινε από τον ανοιχτό φεγγίτη της πόρτας, στο σπιτι, στη Ναζαρέτ, πριν ακόμα ο ήλιος φορέσει το λαμπρό του πρόσωπο! Ένα φως ερυθρό βάζοντας φωτιά παντού…και κάπου εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα υπήρχες εσύ! Και το ίδιο εκείνο φως πίνοντας μεγάλωνες...
Πάλι χύμηξαν οι σκέψεις, γοργές τώρα όπως ένα βέλος προς το στόχο του.
Δεκαοχτώ χρόνια, τρεις μήνες και οχτώ μέρες
έμεινα στο βουνό.
Κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος έβγαινα από την
καλύβα μου. Ήθελα να τον αντικρύσω πρώτος εγώ
απ' όλους.
Γιατί το ένιωθα ότι ο ήλιος είναι ο πατέρας μας ο
αγαθός που όλα μας δίνει.
Και κάθε μέρα μάζευα όσες ακτίνες του μπορούσα
για να γίνω κάποτε κι εγώ ένας μικρός ήλιος.
Και όταν θάρρεψα πως τα κατάφερα θέλησα να φωτίσω κι εγώ τον κόσμο.
Και κατέβηκα' και άρχισα να λέω, να κηρύττω.
Έλεγα...έλεγα...ξόδευα το φως μου...σπαταλούσα
τις αχτίδες μου...
Και, ο μωρός εγώ, έλεγα: αγάπη.
Και πώς εκείνος που κρυώνει θ' αγαπήσει κάποιον
που του παίρνει τη ζεστασιά;
Πώς θ' αγαπήσει εκείνος που πεινάει αυτόν που του
κρατεί το ψωμί;
Πώς θ' αγαπήσει εκείνος που θέλει γυναίκα εκείνον
που του την παίρνει;
Αγάπη!..
Ήρθα στον κόσμο του μίσους για να μιλήσω γι
αγάπη...Είμαι λοιπόν ένας ανόητος. Κι έλεγα: "στον
ουρανό θα βρείτε όλα όσα δεν έχετε πάνω στη γη'
και θα δείτε εκεί όσους εδώ τα είχαν όλα, να
υποφέρουν".
Ο άθλιος εγώ!
Μου ’λεγαν: Εμείς εδώ πεινάμε. Δεν πεινάμε στην
άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ διψάμε. Δε διψάμε στην
άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ
πονάμε, κρυώνουμε, θέλουμε
γυναίκα, ματώνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Δώσε
μας φαγητό, γυναίκα, ζεστασιά κι ύστερα ξέρουμε
εμείς ν' αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Μπορείς;-δώσε
μας τώρα με έργα τα αγαθά που με λόγια μας
υπόσχεσαι για όταν θα πεθάνουμε. Εμείς ξέρουμε
να υποσχόμαστε περισσότερα και καλλιτερα.
Εμπρός, δώσε μας, αλλιώς είσαι ένας
τσαρλατάνος. Αυτή είναι η ζωή μας".
Τους άφηνα να λένε-μα δεν τους ένιωθα.
Όταν οι άνθρωποι είδανε πως τους
εγκατέλειψα χρησιμοποίησα όλα τα μαγικά που έμαθα στη διάρκεια της μαθητείας μου.
Μάταιος κόπος.
Δυο χρόνια περίμεναν να κάνω κάτι για να τους
βοηθήσω. Μετά έχασαν την υπομονή τους. Έφυγαν
όλοι, Δώδεκα μου έμειναν-έντεκα-ο ένας είναι ο
Ιούδας.
Κι αυτοί οι έντεκα όταν είδανε πως πλησιάζει ο
θάνατός μου, τσακώνονται ποιος θα πάρει τη θέση
μου όταν εγώ θα λείψω.
Ακούμπησα στην πέτρα.
Για μια στιγμή αιστάνθηκα σίγουρος για τον εαυτό μου όπως όταν αγγίζω το κορμί σου. Παραλογίστηκα' θάρρεψα πως ήσουνα εκεί. Κοίταξα στα ριζά της. έκανα το γύρο της για να σε βρω και όταν δε σε βρήκα ξανάπεσα σ το φόβο και στη μοναξιά μου.
Έπεσα πάνω στην πέτρα μας άπελπος. Και τότε την άκουσα να μου μιλάει. Και ήτανε η φωνή της η φωνή σου: «Ώς πότε θα σε ανέχομαι ψευτοφιλόσοφε; Ως πότε αγύρτη θα σε ψυχώνω; Ύπαρξη κι ενώ αυτού του κόσμου, για τον κόσμο ετούτον γνιάζομαι. 'Ο,τι πονάει στη γη επάνω, πόνος δικός μου γίνεται ο πόνος του, Όταν ένας άνθρωπος πεινάει πάνω στη γη, ένα στομάχι γίνομαι ολόκληρη που σπαράζει αδειανό. Κι όταν κανένας μουγκανιέται ολομόναχος στο στρώμα του επάνω, φτερά λαχταράω να φυτρώσω και να γίνω γυναίκα να τόνε συντροφέψω. Ετούτος ο κόσμος μας είναι ο κόσμος ο μοναδικός. Αυτή η ζωή είναι η μόνη ανεμοπαρμένε. Κράτα για τον εαυτό σου τα παχιά σου ανόητα λόγια και σπείρε όχι υποσχέσεις αλλά σπόρους σταριού για να ταίσεις τους πεινασμένους. Σύμμαχους προστάτες και βοηθούς τους έχουνε τον πλούτο τους οι πλούσιοι' δε θέλουνε και σένα. Κι όσοι σε βάλανε τέτοια να κάνεις και να λες, εχθροί ΚΙ εκείνοι των φτωχών. Μπροστάρης τους γίνε και οδήγα τους στο ξεπάστρεμα του πλούτου. Μπορείς;
Κάποτε, που ποιος ξέρει τι κρύο σε είχε κόψει, είπες
εκείνος που έχει δύο πανωφόρια να δώσει το ένα
σε κείνον που δεν έχει κανένα. Το μόνο που εβγήκε
από το στόμα σου σωστό. Μα και μ' αυτό τι έγινέ;
Ποιος έδωσε το δεύτερο πανωφόρι του; To είδες
και συ-κανείς.
Ήτανε κι αυτό μια πονηρία σου για να μαζέψεις πιο
πολλούς. Και να τους κάνεις τι; Για να τους κάνεις
να σκύβουνε το κεφάλι τους στον δυνατό. Πήρες
το πανωφόρι από κείνονε που το 'χει διπλό και το
'δωσες σε κείνονε που δεν έχει; Όχι! Μοίρασες
δίκια τ' αγαθά στον κόσμο; Λευτέρωσες τους
δούλους; Όχι! Όχι! Όχι!
Πήγαινε χάσου λοιπόν.
Μη μ' αγγίζεις και λερώνομαι.
Αρκετά σ' ανέχτηκα.
Φύγε!"
Και τότε είναι που ξάφνω άστραψε μέσα μου το
αληθινό φως και είδα.
Είδα τη ζωή μου
Μια ζωή χαμένη άσκοπα σε λόγια μάταια και
ψεύτικα.
Και την ίδια ώρα έγινε μέσα μου μια πάλη
πρωτόγνωρη.
Μια πάλη που άφησε πίσω της όχι νεκρούς και
τραυματίες μα στάχτες και συντρίμμια. Στάχτες και
συντρίμμια έγινε η ζωή που μέχρι τότε είχα
ζήσει. Και νίκησε στη μάχη αυτήν όχι οι σοφοί
δασκάλοι μου με τα λόγια τους, αλλά η πέτρα και ο
λαός με τα δικά τους. Ο λαός είναι που έμαθε
εμένα πώς να ζω και όχι εγώ εκείνον.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου βλέποντάς τον να
στέκεται καταμεσίς ενός πεινασμένου πλήθους και
να το λοιδορεί βραβεύοντας την πείνα του, ενώ εκείνοι είχαν το στόμα τους ανοιχτό όχι γιατί τους είχε καταπλήξει η σοφία μου αλλά γιατί περίμεναν να τους ταγίσω.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου θεραπεύοντας
έναν τυφλό, ενώ είχα ν' ανοίξω σε μυριάδες
πρόσωπα τα μάτια για να δούνε την αλήθεια.
Αηδία για τον εαυτό μου ένιωσα μπαίνοντας στα
Ιεροσόλυμα να με υμνούν οι άνθρωποι κρατώντας
βάγια και να μη με καρτερούν κραδαίνοντας
λόγχες και κοντάρια για να τους οδηγήσω ενάντια
στον πραγματικό τους εχθρό
Νιώθω γελοίος και αηδιάζω με τον εαυτό μου
λέγοντας σε κείνους που τους έκλεβαν και που
τους σκότωγαν, αυτοί να κάθονται να κλέβονται
και να σκοτώνονται.
Ντροπή και πόνος με κυρίεψε για τη χαμένη μου
ζωή.
Πήγα εκεί για να προσευχηθώ.
Και τώρα;
Όπως εγωιστής και παράλογος ήμουν ως τα
τώρα, το ίδιο εγωιστής και πάράλογος δε θα ήμουν
αν προσευχόμουν;
Δε θα ήτανε παράλογο και κουτό από μένα να
ζητήσω κάτι από το θεό λες και θα μπορούσα ν'
αλλάξω εγώ τη βουλή του;
Άραγε σε κείνη την ομιλία μου στο Όρος, πόσα πλήθη ανθρώπων να κατάστρεψα; Πόσον σπόρο κακίας και απανθρωπιάς δεν έσπειρα.-.πόσους δυνατούς δεν έκανα δυνατότερους... από πόσους δούλους δε στέρησα τον πόθο να αντιταχτούν Σηκώθηκα.
Τώρα άκουγα κοντά μου τις φωνές των
στρατιωτών.
Κοίταξα το χέρι μου: άοπλο.
Καλλίτερα έτσι.
Αν είχα ένα μαχαίρι θα είχα πέσει απάνω τους έτσι
που με είχε τώρα ψυχώσει η νέα μου απόφαση και
θα 'χα χαθεί από το πλήθος των στρατιωτών καθώς
δεν είχα βοηθό κανένανε μαζί μου.
Φέρε μου εκείνο ΤΟ μαχαίρι που σου είχε δώσει
εκείνος ο Αμοραίος πληρωμή για μιας νύχτας
χάδια σου.
Είναι γερό και κοφτερό.
Θα φύγω.
Θα πάω στα βουνά όχι για να σπουδάσω λόγια μα
για να κάμω έργα.
Θα μαζέψω συντρόφους που θα τους οπλίσω όχι
με κούφιες υποσχέσεις, με θολή πίστη και με
ψεύτικη αγάπη, μα με αλήθειες που όλες τους θα
καταλήγουν στην άκρη του μαχαιριού τους.
Θα πάψω να δουλώνω το λαό-θα τον λευτερώσω.
Όσους προλάβω.
Όσους μπορέσω.
Κι όχι μόνο τους ιουδαίους από τους ρωμαίους.
Υπάρχουνε πολλοί δούλοι με πολλούς δυνάστες
πάνω από το κεφάλι τους.
Και υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα.
Όσους προλάβουμε.
Όσους μπορέσουμε.
Και ύστερα θα 'ρθουν κι άλλοι σαν και μας.
Που δε θα αναλωθούν σε ψεύτικες αλήθειες.
Που θα καταλάβουν από την αρχή χωρίς χάσιμο
χρόνου ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου και
θα βοηθήσουνε να εκπληρωθεί.
Και κάποτε θα πάψει ο άνθρωπος να υποφέρει.στη βία των αφεντάδων του... Α! Ο Βαρραβάς! Ο Βαρραβάς! Εκείνος διάλεξε το σωστό δρόμο!
Κι αν θέλεις…σε παρακαλώ Μαρία-σού ζητάω ίσως
πολλά, μα-όμως, σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.
Χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ όσα ως
τώρα σού αράδιασα.
Έλα μαζί μου.
Κι όταν- θα με λυγίζει το βάρος των δυνατών το
φιλί σου θα με δυναμώνει,
Κι όταν ο φόβος με πεθαίνει, τα γόνατά σου
ανοίγοντας θα μ’ ανασταίνεις.
Έλα μαζί μου.
Μαζί μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Χωρισμένοι τίποτα.
Έλα μαζί μου.
(Η Μαρία έβαλε σε μια πετσέτα ψωμί και τυρί, τη δίπλωσε και κρατώντας την στο ένα της χέρι άπλωσε το άλλο στο Χριστό.
Εκείνος το ταίριασε με το δικό του.
και βγήκαν στη νύχτα και στον κόσμο.
Γιώργης Χολιαστός
Δημοσίευση σχολίου